- αλκαέστ
- (Αλχ.)1. υγρό κατάλληλο, κατά τον Παράκελσο, για τη θεραπεία τών κάθε είδους οιδημάτων2. ονομασία που δίδεται από τον Βαν Χέλμοντ σε φανταστικό διαλυτικό, το οποίο δίνει τη ζωή στα σώματα τής φύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. alkahest ή alcahest < μσν. λατ. alchahest, πιθ. λ. που επινοήθηκε κατά το αραβικό πρότυπο από τον Παράκελσο* κατά τον 16ο αιώνα στο έργο του De viribus membrorum].
Dictionary of Greek. 2013.